Λοιπόν, αυτό το οποίο αντιλαμβάνομαι να μου λέτε είναι οτι πρέπει να δωθεί ενα manual «πως να διαβάζετε τους διαβολικούς», εννοώντας οχι μονο τα γραπτά μου αλλά και εκείνων που γεννούσαν τα γραπτά του διαβολικού. Αυτό μπορεί να γίνει μονο αν καταφέρω να δώσω αρκετές τελίτσες (για λόγους οικονομίας χώρου και χρόνου) της γενετικής ιστορίας της σκέψης μου, οχι μονο σε αυτο το θρέντ αλλά απο τοτε που γράφτηκα στο atheia.gr
Ευελπιστώντας οτι θα είναι αρκετά για να κάνει κάποιος τη σύνδεση μεταξύ τους και να βγάλει κάποιο νόημα ή να πιάσει το νήμα απο κάπου. Εξάλλου, αυτο που βγαίνει ούτως ή άλλως είναι οτι όποιος εχει φτάσει να διαβάζει ως εδω, θα φτάσει να επιλέξει αν επιθυμεί να δοκιμάσει στον ιδιο του το νου αυτά που του κάνουν κλικ ή οχι.
Το όνομα Diabolicus το δίαλεξα όταν εγγράφτηκα, απο εναν αμερικανό γιατρό, ινδικής καταγωγής στη Νέα Υόρκη όπου παίζαμε πριν καιρό στο ικάριαμ. Για την εγγραφή μου στο φόρουμ, το θεώρησα «πιασάρικο». Ο λόγος ήταν οτι ήθελα να παίξω το δικηγόρο του διαβόλου στους άθεους του φόρουμ προσπαθώντας να «τους δείξω» όπου και όταν έβρισκα ευκαιρία οτι δεν είναι άθεοι επειδή δεν πιστεύουν σε θεό αλλά αντι-θεοι που απλά αντικαθιστούν τις 10 εντολές και το Ευαγγέλιο με την Επιστήμη και την επιστιμονική μέθοδο. Το οτι δίνουν άλλο ονομα στον «θεό τους» δεν τους κάνει άθεους αλλά αντι-θεους. Για αυτό και «κατηγορούσα» τους ορθολογιστές οτι «θεολογούν» αντι να επιστημολογούν όπως νόμιζαν οι ίδιοι π.χ. Προκαλούσα την ιδέα που είχαν για τον εαυτό τους.
Το μεθοδολογικό εργαλείο που θα χρησιμοποιούσα (πάντα με κίνητρο το να «την πώ» στους άθεους) ήταν του Κονδύλη που έλεγε οτι ο άνθρωπος επιδιώκει την αυτοσυντήρηση του μέσω της αύξησης της ισχύος του και στην πορεία του αυτή κάνει και το διαχωρισμό σε εχθρούς και φίλους (μη κολλήσει κανένας ακόμα με αυτό και χαθούμε, θα έρθει η ώρα του).
Αυτό φάνηκε απο τα πρώτα μου πόστς και ειδικά στο θρέντ (ας ονομάσουμε το τελευταίο λέω εγω «ενότητα») για το αν η ύπαρξη θρησκειών είναι αναπόφευκτη όπου μέσω κονδυλικών εργαλείων έδειχνα οτι οσο υπάρχει ανάγκη για βεβαιότητες θα υπάρχουν και θρησκείες και οτι μέχρι να βρούμε τη βεβαιότητα «έτσι θα έχουν τα πράγματα» όπως τα περιγράφει ο Κονδύλης.
Στην προσπάθεια μου να ενισχύσω την επιχειρηματολογία τούτου βρήκα ενα άρθρο που κατέθεσα, το "Brain as a belief engine", και όπου θα ήταν κατι σαν δούρειος ίππος που όποιος ορθολογιστής τσίμπαγε, θα μπλεκόταν στο δίχτυ του «αφού αναγνωρίζεις τη φυσικότητα του να πιστεύεις, τοτε και εσυ πιστεύεις άρα δεν είσαι άθεος αλλά αντίθεος». Όταν ήρθε ο σχολιασμός του απο την Αόρατη Μελάνη έπαθα σόκ (τα είδα όλα
) Ήταν η στιγμή που έπρεπε να προκαλέσω την δική μου ιδέα για την αθεια μου. Ηταν σύντομος περιεκτικός χωρίς κενά και το κυριότερο το σχετικοποιούσε με νηφάλια εγκυρότητα. Πράγματι στην ανταπάντηση μου αναγνώρισα την ισχύ των επιχειρημάτων της και άρχισε το μακρύ ταξίδι σχετικοποίησης του ιδιου μου «πνευματικού» (που πάντα ήθελα αλλά δεν έβλεπα την κερκόπορτα που τωρα άνοιγε η Μελάνη) αλλά ταυτόχρονα άλλαζε τόσο το να «την πω» αλλά και το να αναζητήσω αλλού την αθεια απο το απλό «δεν πιστευω στο θεό», στο τι κάνει τον άθεο, άθεο.
Έτσι βρέθηκα στην ενότητα του Κόμη όπου χωρίς να τα πολυλογώ, στην προσπάθεια μου να συνθέσω το σκελετό της αναζητικής μου πορείας –ποιός ο άθεος, ποιά η ηθική του-το εντόπισα στην ιστορία. Αν, έλεγα, καταφέρουμε να δούμε τις μορφές που έπαιρνε στις διάφορες ιστορικές φάσεις του ανθρώπου, η αντίληψη για το τι είναι η θρησκεία, τότε θα μπορούσαμε να βγάλουμε ένα κοινό παρονομαστή, να τον χρησιμοποιήσουμε σαν κλειδί για το σήμερα και έτσι να ορίσουμε την διαχρονική έννοια του άθεου και της ηθικής του. Πώς όμως θα ξεχωρίζαμε τα plot points, εκει δλδ όπου άλλαζε το παράδειγμα ιστορικά; Και πως θα μπορούσαμε πάντα επιστημονικά, να το αποδεικνύουμε κάθε φορά;
Εκεί που το εντόπισα και δούλεψα πάνω σε αυτην την υπόθεση ήταν οτι πρέπει να υπήρξε κάποια στιγμή όπου γέννησε τον πολιτισμό, όπου διαχωρίστηκε η Ιστορία απο την Προιστορία. Αν συλλαμβάναμε το τι ακριβώς έγινε- το ας το ονομάσουμε έτος 0- τότε, πάντα ιστορικά και πάντα με ευρήματα και στοιχεία, τότε θα βρίσκαμε απο που ερχόμαστε (τι ήταν η προιστορία δλδ) και πως φτάσαμε ως εδω. Αυτό με τη σειρά του θα μας έδειχνε την κοινότητα μας στο χώρο και το ποιόν της διαφοράς μας στον χρόνο.
Κεντρικό λοιπόν στην αναζήτηση ήταν με βάση το κοινό στη σκέψη μας με τους παλαιούς, να βρούμε τη διαφορά στη σκέψη μας σήμερα. Αυτό σαν working hypothesis το εντόπισα στη σκέψη με ιδέες. Οτι δλδ η «αλλοτρίωση» για παράδειγμα
έφτασε να λέγεται έτσι κάποια στιγμή, δεν γεννηθηκαμε με «αλλοτρίωση» στη σκέψη. Απο την άλλη όμως η κοινότητα του «σκέπτομαι» όφειλε να εξηγήσει πως το «σκέφτομαι» (το κοινό δλδ) οδηγεί στη ιδέα «αλλοτρίωση».
Ετσι αν κάποιος θεωρεί οτι η θρησκεία είναι «έμφυτη» και οτι η αναζήτηση του θεού καταλήγει στην αναζήτηση του με ιδέες, τότε η παραπάνω μεθοδολογία είδα να με υποχρεώνει να προσπαθήσω να σκεφτώ για το θεο (τη φυσική μου κλίση δλδ) με τον τρόπο που το πρωτοαντιλήφθηκε ο οσο γίνεται πιο παλαιός άνθρωπος, να το σκεφτώ χωρίς ιδέες που είμαι συνηθισμένος σήμερα, όπως εκείνος, να κάνω ενα διανοητικό ταξίδι στο χρόνο, απαλλαγμένος οσο γίνεται απο αρέσκειες και απαρέσκειες δλδ απο ιδέες συμπεριλαμβανομένου και της ιδέας για τον εαυτό μου.
Το "Houston calling Diabolicus" μου, για να μη περιφέρομαι δλδ στο χάος θα ήταν τόσο τα σχόλια των συνομιλητών μου και φυσικά τα ευρήματα των επιστημών-απαλλάγμένα υποχρεωτικά, με τη σειρά τους απο ιδέες, δλδ ερμηνείες.
Απο εκεί και πέρα οτι διαβάζει κανείς στην ενότητα είναι η αναζήτηση της ιδέας in the making- εξ ου και τα "αμοντάριστα πλάνα", όπως τα αποκαλούσα. Η προσπάθεια να συγκεντρωθω στο πως να σκέφτομαι χωρίς ιδέες για να μπορέσω να διαπιστώσω πως επιτέλους σκεφτόμασταν κάποτε για το θεο τη ζωη και το θάνατο, για τον προσανατολισμό, το χρόνο, την ηθική.
Όμως δεν αρκούσε απο μονο του. Στην εξίσωση μου έπρεπε να λάβω και άλλους παράγοντες για να έχω ελπίδες να βγάλω άκρη. Πρώτα έπρεπε να ξεκαθαρίσω οτι η έσχατη συνέπεια του προγραμματικού μου σκοπού ήταν οτι έπρεπε να απαλλαγώ απο οποιοδήποτε πειρασμό για «καρότα», νοούμενο ως ικανοποιήση του (οποιουδήποτε) «θέλω μου» συμπεριλαμβανομένου και του «θέλω» να μην πονέσω. Έπρεπε να βρώ τρόπο να μένω προσκολλημένος στο οτι ήθελα ενα και μονο πράγμα: Πως σκέφτεται κάποιος χωρίς ιδέες, χωρίς θέλω δλδ οπουδήποτε χρώματος και μεγέθους και σχήματος, ενω ταυτόχρονα να μην το αναγάγει σε αυτοσκοπό γιατί ο σκοπός είναι να βρεθεί ο άθεος και η ηθική του. Αυτό αποδείχτηκε τελικά ηράκλειος ως στόχος (και παραμένει). Αυτά βέβαια οτι
αν μπείς πουθενά που κάνει τζιιιζζ, εσυ πρέπει να είσαι απο πριν προετοιμασμένος οτι μπαίνεις και τζιζιάζεσαι, αλλιώς βγάλε απο τα bookmark το atheia.gr και κάνε άλλα πράγματα στη ζωή σου.
Έτσι τα πέρα δώθε μου στα σεντόνια μου αντικατοπτρίζουν αυτό το παράξενο τανγκό και οσο και αν φαίνεται παράδοξο και το χορό των συμμετεχόντων που έλεγαν οτι κάτι υπάρχει χωρίς να ξεχωρίζουν αν το κατι αυτό είναι προς τα λημέρια της απόλυτης μαλακίας ή του κατι «καυτού».
Στην γενική εξίσωση μου λοιπόν έπρεπε να λάβω υπο οψιν και τα παρακάτω:
Περιβάλλον. Η διαδικτυακή ανταλλαγή σκέψεων, χωρίς να ξέρει κανένας κανέναν και οτι ούτε θα μπορεί να συναντηθούν ποτέ φυσικά αν δε θέλουν. Την παντελή έλλειψη στηριγμάτων, όπως πως είναι η φάτσα, τι φοράει, η κοινωνική θέση, η ηλικία. Τίποτα απο όλα αυτά. Επίσης η απόλυτη ελευθερία που προσφέρεται: όποτε θέλει κάποιος λέει, όποτε θέλει, αν θέλει, χωρίς καμία συνέπεια (δε θα του ξαναμιλήσω στη δουλειά π.χ, ή θα πω στη γκομενά του τι μαλακίες γράφει κλπ). Αυτό συνεπάγεται την προσφορά της πιο απεσταγμένης σκέψης (τουλάχιστον ονομαστικά) που μπορεί κάποιος να βρεί στη διανοητική ζωή του. Ας μου επιτραπεί ο παραλληλισμός του «μιλάω με το θεό», όπου κάποιος ανώνυμα μπορεί να διατυπώσει το πρόβλημα του και ένας οποιοσδήποτε κάποιος απο κάπου να μπορεί να του απαντήσει (απο διάνοια σε διάνοια δλδ).
Αυτό είναι το «καλό». Το «κακό» είναι οτι δεν το αντιλαμβάνονται όλοι έτσι. Απο την άλλη είναι δεδομένα χρήσιμοι και αναγκαίοι. Οπότε έθεσα το ερώτημα πως θα μπορέσω αυτά που καταλαβαίνω και με απασχολούν να προσελκύουν διάνοιες με την ευρύτερη έννοια, δλδ ανθρώπους που θα συλλάμβαναν το διαδίκτυο ως το καλύτερο διανοητικό playground του οποιουδήποτε διανοητικού πηλίκου και αν έχουν-οι εκλεκτοί του Breadfan.
Ως απάντηση δοκίμαζα πολλές κατα την πορεία, όπου ταυτόχρονα αναζητούσα και τη λύση. Ετσι απο τη μια έπρεπε να αναζητώ την κεντρική λύση και απο την άλλη και ταυτόχρονα να αναζητώ τη λύση στο πως θα κατέδειχνα το μοναδικό αυτό πλεονέκτημα του διαδικτύου σε όσους γίνεται περισσότερους. Ενα διμέτωπο και ταυτόχρονο προβληματισμό δλδ, του πως να σκέφτομαι για την ιδέα (του θεού στον πρώτο άνθρωπο) χωρίς ιδέα και ταυτόχρονα οταν και όσο το καταφέρνω να το παρουσιάζω «με ιδέα» στους γύρω μου που δεν ήξερα τίποτα και για κανένα για αυτούς αλλά που όμως ήταν ζωτικοί ως διάνοιες στο να με βοηθούν με τις ιδέες τους να συνεχίζω την παραπάνω διμέτωπη και συνεχή αναζήτηση.
Η μόνη μεθοδολογική τακτική που επέλεξα -και δεν έχω δει άλλη μέχρι τώρα- είναι η συνεχή αναζήτηση του ελάχιστου κοινού παρονομαστή και για τα δυο. Εξ’ου και τα πολλά εισαγωγικά, οι μεταφορές, οι συμβολισμοί οι παρενθέσεις. Τα εισαγωγικά σχετικοποιούν δλδ σαν να λέμε «μη κολλάς» στο τι είναι ελληνας, θεος π.χ, βάλε οτι θές να προχωρήσουμε, δεν θέλω να υπονοήσω τίποτα με την μέσα σε εισαγωγικά λέξη. Οτι δλδ η σε εισαγωγικά λέξη ή φράση έχει εργαλειακό προσωρινό χαρακτήρα, δεν αποτελεί το κέντρο κάποιου ή κατι. Οι μεταφορές ήταν μέρος της προσπάθειας δημιουργίας διανοητικής εικόνας του πως συνελάμβανα αυτό που συνελάμβανα.
Έπρεπε να μην δίνω λαβή για συνειρμούς ιδεατούς δλδ, όπως η σύνδεση με μεταμοντέρνους, μεταφυσικούς, παλαβούς, σατανιστές, λιακοπουλικούς, εθνικάρες, κρυφοχριστιανούς, οτι θέλετε, έπρεπε πάντως να δείχνω την απόλυτη στεγνότητα, να καταδείχνω οτι δεν μπορεί να βοηθηθεί κανείς να μας καταλάβει με δεκανίκια απο οτι και όσους ξέρει, ήταν δλδ ο τρόπος προσκλησής μου να πώ έλα στο πάρτυ όπως είσαι, με μόνη χρήση της δικής σου διάνοιας όπως τη σμίλευες όλη σου τη ζωή, δοκίμασε να δείς πως δουλεύει στην καθαρή μορφή της, να δει τι απίδια έπιασε ο σακος του καθενός όλα αυτά τα χρόνια διανοητικά.
Χρησιμοποίησε αυτούς που σε επηρέασαν, εργαλειακά, για σένα και τη διάνοια σου οχι σαν άρθρο πίστης που σε κάνει να αισθάνεσαι οτι ξέρεις τι σου γίνεται (αρκείσαι στην
αίσθηση οχι τη βεβαίωση δλδ οτι ορθώς προσανατολίζεσαι). Ολο αυτό για προσωπικό όφελος (να λύσω το πρόβλημα) μέσω της αμοιβαιότητας (βρές και το δικό σου προσωπικό όφελος), να μαζευτούμε πολλοί να γουστάρουμε να λύσουμε διανοητικά το δικό μας πρόβλημα, ούτε του μάρξ, ουτε του ντοκινς, ουτε του χριστιανισμού, ουτε οποιασδήποτε επιστήμης. Έχοντας πάντα υπο οψιν οτι ένα κλικ απο το admin και παφ παέι όλη η ενότητα. Ενα «μαλακίες λέω» και παφ, ενα αλυσιδωτό «αα! Εκει το πάει;» και παφ, μαραίνεται και πεθαίνει η ενότητα, δλδ έπρεπε να κρατηθεί αναμένη η φωτιά αν τουλάχιστο δυο (και το άντμιν) συνέχιζαν με όποιο τρόπο την αναζήτηση.
Αν τα παραπάνω δεν εκλειφθούν ως εκλογικεύσεις και ζαβολιές για να βολέψω το κρυφό μου σκοπό (αυτό που προσπάθησε να συλλάβει για μένα και τις προθέσεις μου ο Breadfan), αλλά ως ειλικρινή διάθεση να «τα πω όλα, οσα θα ήθελε κανείς να ξέρει» με μόνο σκοπό αυτό που αναφέρω πιο πάνω, τότε θεωρείστε το ως τον βασικό πυρήνα της γενετικής ιστορίας της σκέψης μου, τον σταθερό άξονα πάνω στον οποίον κινήθηκα διανοητικά όλο αυτο το διάστημα.
Οφείλω να διακόψω εδω για να δω αν έγινα κατανοητός, πριν περιγράψω και τα επι μέρους περιεχόμενα που γεννιόντουσαν κατα την αναζήτηση όλο αυτό τον καιρό. Πως ξεκίνησαν τα προβληματολυτικά, τα καρότα, η πίστη, η αμφισβήτηση, η συνέπεια, ο προσανατολισμός, ο αρίστος, τα λ, οι έλληνες, η κοσμοπαπαριά οτι πάμε σαν τις τρελές αγελάδες και πως ακριβώς επιβεβαιώνεται το ζωτικότατο της συμμετοχής όλων, που χωρίς ΕΝΑΝ απο εμάς δεν θα φτάναμε εδω που φτάσαμε και ίσως ειχε μαραθεί πέσει μονο του που έλεγε το ανέκδοτο.
Με το δευτερο μέρος θα ξεκαθαριστεί ελπίζω και τα κλάματα και οι θεσμοί, τα ντοτς κλπ που αποτελούν άλλοτε διανοητικά εργαλεία κλειδιά για την λύση και άλλοτε επεξηγηματικοί παράγοντες των συνεπειών των όποιων διανοητικών επι μέρους συλλήψεων.
Προχωράμε ή κατι αφήνεται θολό;
“My legacy will be like cash, which is distributed to many heirs, each transforming his portion into a profit that conforms to his nature: this profit will no longer reveal its derivation from my legacy.” — Georg Simmel (1918)